ἐθελάστειος

ἐθελάστειος
ἐθελ-άστειος, ον,
A aiming at fashion, foppish, Hld.7.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εθελάστειος — ἐθελάστειος, ον (Α) το να θέλει κανείς να είναι ευγενικός και πολιτισμένος …   Dictionary of Greek

  • ἐθελάστειον — ἐθελάστειος aiming at fashion masc/fem acc sg ἐθελάστειος aiming at fashion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”